Το Κυπριακό Νομοθετικό Συμβούλιο (1878-1931)

 25.00

Αναθεωρημένη εκδοχή της διδακτορικής διατριβής του Χρίστου Κυριακίδη, που εγκρίθηκε από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, η οποία στηρίζεται κυρίως σε αρχειακή έρευνα και σε μελέτη του Τύπου της εποχής και αφορά το αντιπροσωπευτικό σώμα της πρώτης πεντηκονταετίας της βρετανικής κατοχής, το Νομοθετικό Συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν Έλληνες και Τούρκοι αιρετοί και Βρετανοί διορισμένοι βουλευτές

Description

Η παραχώρηση Νομοθετικού Συμβουλίου στην Κύπρο ήταν μια καινοτόμα ενέργεια και μια ρηξικέλευθη απόφαση της κυβέρνησης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, η οποία υλοποιήθηκε σχεδόν αμέσως μετά την κατάληψη του νησιού, το 1878. Το παραχωρηθέν, όμως, «εμβρυώδες» διορισμένο Νομοθετικό Συμβούλιο δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες των κατοίκων, ενώ και οι ίδιοι οι βρετανοί αξιωματούχοι επικεντρώθηκαν στους τρόπους απόδοσης αιρετού Συμβουλίου, διασφαλίζοντας τόσο τις εξουσίες του Στέμματος, όσο και (εμμέσως) τα συμφέροντα της μειοψηφούσας τουρκικής κοινότητας, μέσω της επιδίωξης της διαρκούς τουρκοβρετανικής συνεργασίας εντός αυτού. Ο φυλετικός / εθνικός διαχωρισμός ενισχύθηκε περισσότερο με τη δημιουργία ξεχωριστών εκλογικών καταλόγων, με τη δικαιολογία ότι σε περίπτωση ενιαίου εκλογικού σώματος η πλειοψηφούσα ελληνική κοινότητα θα καθόριζε την εκλογή όλων των βουλευτών. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση και εξέταση των διαταγμάτων με τα οποία τέθηκε σε ισχύ το Νομοθετικό Συμβούλιο αρχικά το 1878 και τροποποιήθηκε μετέπειτα, το 1882 και το 1925, αλλά τον τρόπο που αυτό λειτουργούσε μέσω θεσμοθετημένων διαδικασιών. Επιπρόσθετα, γίνεται διεξοδική ανάλυση του τρόπου εκλογών για την ανάδειξη των μελών του και των κριτηρίων εκλογής, αλλά και μια σύντομη παρουσίαση των εκλογικών αναμετρήσεων. Το μεγαλύτερο τμήμα της εργασίας καλύπτει η παρουσίαση και ανάλυση των κοινοβουλευτικών συζητήσεων εντός του Νομοθετικού Συμβουλίου, στηριγμένη στη συστηματική ανάλυση των Πρακτικών του Συμβουλίου. Σε αυτές διαφαίνονται οι πολιτικές προτεραιότητες των τριών πτερύγων της Βουλής (Βρετανών, Ελλήνων και Τούρκων), αλλά και οι κατά καιρούς προσπάθειες συνεργασίας τους με στόχο την οικονομική ανάπτυξη του νησιού. Όπως φαίνεται από τη διατριβή, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1890, οι αιρετοί βουλευτές, σε συνεργασία με τα επίσημα μέλη προσπαθούσαν να θέσουν τις βάσεις οργάνωσης της διοίκησης του νησιού, να προωθήσουν τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων, σε ήπιο, αναγνωριστικό κλίμα. Εντούτοις, εμφανίστηκαν και τα πρώτα ψήγματα αντιπολίτευσης, κυρίως από πλευράς των Ελλήνων μελών του Συμβουλίου, που εκφράζονταν μέσω της προσπάθειας ελέγχου του προϋπολογισμού και μείωσης της μισθοδοσίας των ανώτερων βρετανών αξιωματούχων. Με την πάροδο των ετών, και την έξαρση των ιδεών του εθνικισμού ανάμεσα στις δύο κοινότητες, άρχισαν να εκδηλώνονται και οι πρώτες αντιπαραθέσεις μεταξύ των μελών τους. Ιδιαίτερα με την εκδήλωση του αρχιεπισκοπικού ζητήματος και την ανάπτυξη του ενωτικού κινήματος, που είχε ως αποτέλεσμα τη σκλήρυνση της πολιτικής των Ελλήνων βουλευτών απέναντι στην τοπική κυβέρνηση, οι Τούρκοι συνάδελφοί τους υιοθέτησαν στάση αντίδρασης έναντι των αιτημάτων των πρώτων, απορρίπτοντάς τα, σε συνεργασία με τα βρετανικά επίσημα μέλη. Οι σχέσεις των δύο ομάδων των αιρετών βουλευτών καθορίζονταν βέβαια και από τις εξελίξεις στην Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως και τις πολεμικές αναμετρήσεις μεταξύ τους, ή το κλίμα συνεννόησης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που επέφερε και την αντίστοιχη αυξομείωση της έντασης και ενίοτε και τη συνεργασία Ελλήνων και Τούρκων βουλευτών στο Νομοθετικό Συμβούλιο. Από την άλλη, την έλλειψη συνεργασίας μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων επιδίωκαν και οι ίδιοι οι Βρετανοί. Ο στόχος των εκπροσώπων της κάθε πλευράς σε όλη την περίοδο λειτουργίας του Νομοθετικού Συμβουλίου δεν ήταν μονοδιάστατος. Αφενός όλοι επιθυμούσαν τη βελτίωση του τρόπου διαβίωσης των κατοίκων. Αφετέρου όμως, οι μεν Βρετανοί επιδίωκαν τη διασφάλιση της κτήσης και τη διοίκησή της χωρίς προβλήματα, αναζητώντας τη συνεχή σύμπραξη με τους Τούρκους βουλευτές, οι οποίοι ακολουθούσαν αντιπολιτευτική στάση προς τους Έλληνες, οι οποίοι με τη σειρά τους έθεταν κυρίως το ζήτημα της ένωσης ακολουθώντας έντονη «αντιδραστική πολιτική» προς τους Βρετανούς. Τελικώς, οι στάχτες του Κυβερνείου, τον Οκτώβριο του 1931, έμελλε να οδηγήσουν στην οριστική απόσυρση και των, όποιων, συνταγματικών ελευθεριών του κυπριακού λαού…

Additional information

Weight 1.650 kg
Dimensions 30 × 21 × 4 cm
Author

Cover

ISBN

Languages

Pages

Print Type

Publisher

Year