Μεθιστορία

 12.00

Category: Tags: , ,

Description

Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1996

ΕΝΑΣ ΠΟΥ ΓΚΡΕΜΙΖΕΙ ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΟΥ

“Εγώ δε ες ιερόν”
είπεν ο Τυανεύς στο τέλος “παρελθών
πολλώ αν ήδιον εν αυτώ μικρώ
όντι άγαλμα ελέφαντος τε και χρυσού
ίδοιμι η εν μεγάλω κεραμεούν τε και φαύλον”

Κ. Π. Καβάφης (“Απολλώνιος ο Τυανεύς εν Ρόδω”)

Περνώντας από κει τυχαία ο άνθρωπος
ξαφνιάστηκε που είδε τ’ άγαλμά του
σ’ έναν περίβολο – που κάποτε γεμάτος
αίματα και γρασίδι – τώρα να γεμίζει
τη μέρα με τη νύχτα του μανδύα του
και ν’ απειλεί τον ήλιο με το σκήπτρο του
ωσάν κακός αφέντης για τα γράμματα,
τις τέχνες, τις εννέα γλυκές μούσες.

Απελπισία τον έπιασε τον άνθρωπο
καθώς είπε να μπει στ’ αρχοντικό του
και του ζητήσανε ταυτότητα οι πιστοί
φρουροί και σύντροφοί του. Πίναν στ’ όνομά του
νερό πολύ καιρό – και τώρα να ξαπλώσει
στον κράββατόν του (όλα τα βάσανα δικά του,
να μην αφήσει για τον τόπο του πληγή) τον
αποδιώχνουν.

Και φεύγει μ’ ένα μάτι του πρησμένο
από την αγκωνιά παλιού συνάδελφου.

Στην παραζάλη του να κουτουλά τον βλέπω
σε κείνο τ’ άγαλμά του· ανοικονόμητο,
σαν κολοσσός, για να θυμίζει τον μεγάλο
άντρα που αυτός υπήρξε. Δεν υπάρχει
λοιπόν αλήθεια κι έλεος μες τον κόσμο;
λίγη συμπόνια, λίγο αστραφτερόν αλάτι
ή καν ένα άλογο;

Μα να που βλέπει
τον διαρκή πατέρα του με ποτιστήρι
κι η βράκα του ακόμα πιο μεγάλη
να κολυμπά στον ήχο της καμπάνας
με των αγγέλων τα φαιδρά πτερά.

Νεύει στο γιο του εκείνος: Δυο λεπτά,
τελειώνω και το πότισμα και να ‘μαι.

Ύστερα βρίσκει κι έναν άλλο υπάρχοντα,
τρελό της γειτονιάς κι έναν τυφλό,
“βάλε και συ ένα χέρι”, όλοι μαζί
μετακινούν το βράχο και γκρεμίζουν
εκείνο τ’ άγαλμα – κι ανάβρυσε η ψυχή του.

Additional information

Weight 0.256 kg
Dimensions 1 × 14 × 21 cm
ISBN

Author

Publisher

Year

Print Type

Languages

Cover

Pages